δεδιότα

δεδιότα
δείδω
perf part act neut nom/voc/acc pl
δείδω
perf part act masc acc sg
δείδω
perf part act neut nom pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χήτος — τὸ, Α (μόνον στην δοτ. χήτει) έλλειψη, ένδεια («τροφῆς χήτει λιμὸν δεδιότα», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά μόνο στη δοτ. χήτει / χήτει και ανάγεται στο ρ. χατέω, εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν τής ρίζας *ghē (βλ. λ. χατέω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”